Ετυμολογία

επεξεργασία

χορομανής < χορός + μαίνομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

χορομανής, ής, ές

  1. που λατρεύει το χορό
  2. που όταν χορεύει καταλαμβάνεται από μανία