χορικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χορικό | τα | χορικά |
γενική | του | χορικού | των | χορικών |
αιτιατική | το | χορικό | τα | χορικά |
κλητική | χορικό | χορικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χορικό ουδέτερο
- το άσμα που έψαλλε ο χορός, κυρίως ανάμεσα σε δύο επεισόδια μιας αρχαίας τραγωδίας
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χορικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
χορικό