Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στάσιμο τα στάσιμα
      γενική του στασίμου
στάσιμου
των στασίμων
    αιτιατική το στάσιμο τα στάσιμα
     κλητική στάσιμο στάσιμα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στάσιμο < αρχαία ελληνική στάσιμον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στάσιμο ουδέτερο

  • το χορικό, το άσμα που έψαλλε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια μιας αρχαίας τραγωδίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία