↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στάσιμον τὰ στάσιμ
      γενική τοῦ στασίμου τῶν στασίμων
      δοτική τῷ στασίμ τοῖς στασίμοις
    αιτιατική τὸ στάσιμον τὰ στάσιμ
     κλητική ! στάσιμον στάσιμ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στασίμω
γεν-δοτ τοῖν  στασίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στάσιμον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου στάσιμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στάσιμον, -ου ουδέτερο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία
  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του στάσιμος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του στάσιμος