Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χορόνδε < χορός και επίθημα -δε

  Επίρρημα επεξεργασία

χορόνδε-ίτιδος θηλυκό

  • προς τον χορό, με κατεύθυνση προς αυτόν