Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συρόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συρόμεν
ος
η
συρόμεν
η
το
συρόμεν
ο
γενική
του
συρόμεν
ου
της
συρόμεν
ης
του
συρόμεν
ου
αιτιατική
τον
συρόμεν
ο
τη
συρόμεν
η
το
συρόμεν
ο
κλητική
συρόμεν
ε
συρόμεν
η
συρόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συρόμεν
οι
οι
συρόμεν
ες
τα
συρόμεν
α
γενική
των
συρόμεν
ων
των
συρόμεν
ων
των
συρόμεν
ων
αιτιατική
τους
συρόμεν
ους
τις
συρόμεν
ες
τα
συρόμεν
α
κλητική
συρόμεν
οι
συρόμεν
ες
συρόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συρόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
σύρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συρόμενος