chiffe
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαchiffe (fr) θηλυκό
- ύφασμα κακής ποιότητας
- (μεταφορικά) άνθρωπος με αδύνατο χαρακτήρα
- C'est une chiffre molle.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαύφασμα
άνθρωπος