ενικός         πληθυντικός  
lavette lavettes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lavette (fr) θηλυκό

  1. σφουγγαρόπανο
  2. (σπάνιο) βούρτσα για το πλύσιμο των πιάτων
  3. μαλθακός, παθητικός άνθρωπος
  4. (λαϊκό) γλώσσα