βούρτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βούρτσα | οι | βούρτσες |
γενική | της | βούρτσας | των | βουρτσών |
αιτιατική | τη | βούρτσα | τις | βούρτσες |
κλητική | βούρτσα | βούρτσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βούρτσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρούτσα < ιταλική brusca < δημώδης λατινική *bruscia < πρωτογερμανική *bruskaz (χαμόκλαδα, συστάδα θάμνων) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰrews- (βλασταίνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασία- βούρτσα θηλυκό
- εργαλείο με σκληρές φυσικές ή συνθετικές ή συρμάτινες τρίχες, που χρησιμοποιείται για καθαρισμό, βάψιμο, χτένισμα ή γυάλισμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- αγριόβουρτσα
- αμπαρόβουρτσα
- ασβεστόβουρτσα
- μπαντανόβουρτσα
- μπατανόβουρτσα
- οδοντόβουρτσα
- παλιόβουρτσα
- συρματόβουρτσα
- ταβανόβουρτσα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- βούρτσα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία βούρτσα
|