• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

γυάλισμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γυάλισμα τα γυαλίσματα
      γενική του γυαλίσματος των γυαλισμάτων
    αιτιατική το γυάλισμα τα γυαλίσματα
     κλητική γυάλισμα γυαλίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
γυάλισμα < γυαλίζω + -μα

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʝa.li.zma/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γυάλισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του γυαλίζω


Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη γυαλίζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    γυάλισμα
  • αγγλικά : polish (en)
  • γαλλικά : polissage (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=γυάλισμα&oldid=5464932"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 04:40

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 04:40.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας