γυάλισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʝa.li.zma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγυάλισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του γυαλίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γυαλίζω
γυάλισμα ουδέτερο