brush
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | brush |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brushes |
αόριστος | brushed |
παθητική μετοχή | brushed |
ενεργητική μετοχή | brushing |
brush (en)
ενεστώτας | brush |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brushes |
αόριστος | brushed |
παθητική μετοχή | brushed |
ενεργητική μετοχή | brushing |
brush (en)