Ετυμολογία

επεξεργασία
βουρτσίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουρτσίζω / βυρτσίζω <  δείτε τη λέξη βρούτσα
Γυναίκα που βουρτσίζει τα δόντια της.

βουρτσίζω, αόρ.: βούρτσισα, παθ.φωνή: βουρτσίζομαι, π.αόρ.: βουρτσίστηκα, μτχ.π.π.: βουρτσισμένος

  • καθαρίζω κάτι χρησιμοποιώντας μια βούρτσα
  •   ο λούστρος βούρτσισε τα παπούτσια και τα πέρασε με βερνίκι
  •   o πατέρας μου μου λέει να βουρτσίζω τα δόντια μου

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
βουρτσίζω <  δείτε τη λέξη βρούτσα

βουρτσίζω