βουρτσίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βουρτσίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βουρτσίζω / βυρτσίζω < → δείτε τη λέξη βρούτσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vuɾˈt͡si.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βουρ‐τσί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαβουρτσίζω, αόρ.: βούρτσισα, παθ.φωνή: βουρτσίζομαι, π.αόρ.: βουρτσίστηκα, μτχ.π.π.: βουρτσισμένος
- καθαρίζω κάτι χρησιμοποιώντας μια βούρτσα
- ⮡ ο λούστρος βούρτσισε τα παπούτσια και τα πέρασε με βερνίκι
- ⮡ o πατέρας μου μου λέει να βουρτσίζω τα δόντια μου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βούρτσα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βουρτσίζω | βούρτσιζα | θα βουρτσίζω | να βουρτσίζω | βουρτσίζοντας | |
β' ενικ. | βουρτσίζεις | βούρτσιζες | θα βουρτσίζεις | να βουρτσίζεις | βούρτσιζε | |
γ' ενικ. | βουρτσίζει | βούρτσιζε | θα βουρτσίζει | να βουρτσίζει | ||
α' πληθ. | βουρτσίζουμε | βουρτσίζαμε | θα βουρτσίζουμε | να βουρτσίζουμε | ||
β' πληθ. | βουρτσίζετε | βουρτσίζατε | θα βουρτσίζετε | να βουρτσίζετε | βουρτσίζετε | |
γ' πληθ. | βουρτσίζουν(ε) | βούρτσιζαν βουρτσίζαν(ε) |
θα βουρτσίζουν(ε) | να βουρτσίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βούρτσισα | θα βουρτσίσω | να βουρτσίσω | βουρτσίσει | ||
β' ενικ. | βούρτσισες | θα βουρτσίσεις | να βουρτσίσεις | βούρτσισε | ||
γ' ενικ. | βούρτσισε | θα βουρτσίσει | να βουρτσίσει | |||
α' πληθ. | βουρτσίσαμε | θα βουρτσίσουμε | να βουρτσίσουμε | |||
β' πληθ. | βουρτσίσατε | θα βουρτσίσετε | να βουρτσίσετε | βουρτσίστε | ||
γ' πληθ. | βούρτσισαν βουρτσίσαν(ε) |
θα βουρτσίσουν(ε) | να βουρτσίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βουρτσίσει | είχα βουρτσίσει | θα έχω βουρτσίσει | να έχω βουρτσίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βουρτσίσει | είχες βουρτσίσει | θα έχεις βουρτσίσει | να έχεις βουρτσίσει | έχε βουρτσισμένο | |
γ' ενικ. | έχει βουρτσίσει | είχε βουρτσίσει | θα έχει βουρτσίσει | να έχει βουρτσίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βουρτσίσει | είχαμε βουρτσίσει | θα έχουμε βουρτσίσει | να έχουμε βουρτσίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βουρτσίσει | είχατε βουρτσίσει | θα έχετε βουρτσίσει | να έχετε βουρτσίσει | έχετε βουρτσισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν βουρτσίσει | είχαν βουρτσίσει | θα έχουν βουρτσίσει | να έχουν βουρτσίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) βουρτσισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) βουρτσισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) βουρτσισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) βουρτσισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βουρτσίζομαι | βουρτσιζόμουν(α) | θα βουρτσίζομαι | να βουρτσίζομαι | ||
β' ενικ. | βουρτσίζεσαι | βουρτσιζόσουν(α) | θα βουρτσίζεσαι | να βουρτσίζεσαι | ||
γ' ενικ. | βουρτσίζεται | βουρτσιζόταν(ε) | θα βουρτσίζεται | να βουρτσίζεται | ||
α' πληθ. | βουρτσιζόμαστε | βουρτσιζόμαστε βουρτσιζόμασταν |
θα βουρτσιζόμαστε | να βουρτσιζόμαστε | ||
β' πληθ. | βουρτσίζεστε | βουρτσιζόσαστε βουρτσιζόσασταν |
θα βουρτσίζεστε | να βουρτσίζεστε | (βουρτσίζεστε) | |
γ' πληθ. | βουρτσίζονται | βουρτσίζονταν βουρτσιζόντουσαν |
θα βουρτσίζονται | να βουρτσίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βουρτσίστηκα | θα βουρτσιστώ | να βουρτσιστώ | βουρτσιστεί | ||
β' ενικ. | βουρτσίστηκες | θα βουρτσιστείς | να βουρτσιστείς | βουρτσίσου | ||
γ' ενικ. | βουρτσίστηκε | θα βουρτσιστεί | να βουρτσιστεί | |||
α' πληθ. | βουρτσιστήκαμε | θα βουρτσιστούμε | να βουρτσιστούμε | |||
β' πληθ. | βουρτσιστήκατε | θα βουρτσιστείτε | να βουρτσιστείτε | βουρτσιστείτε | ||
γ' πληθ. | βουρτσίστηκαν βουρτσιστήκαν(ε) |
θα βουρτσιστούν(ε) | να βουρτσιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βουρτσιστεί | είχα βουρτσιστεί | θα έχω βουρτσιστεί | να έχω βουρτσιστεί | βουρτσισμένος | |
β' ενικ. | έχεις βουρτσιστεί | είχες βουρτσιστεί | θα έχεις βουρτσιστεί | να έχεις βουρτσιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει βουρτσιστεί | είχε βουρτσιστεί | θα έχει βουρτσιστεί | να έχει βουρτσιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βουρτσιστεί | είχαμε βουρτσιστεί | θα έχουμε βουρτσιστεί | να έχουμε βουρτσιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε βουρτσιστεί | είχατε βουρτσιστεί | θα έχετε βουρτσιστεί | να έχετε βουρτσιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βουρτσιστεί | είχαν βουρτσιστεί | θα έχουν βουρτσιστεί | να έχουν βουρτσιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι βουρτσισμένος - είμαστε, είστε, είναι βουρτσισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν βουρτσισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν βουρτσισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι βουρτσισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι βουρτσισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι βουρτσισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι βουρτσισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- βουρτσίζω < → δείτε τη λέξη βρούτσα
Ρήμα
επεξεργασίαβουρτσίζω
- άλλη μορφή του βρουτσίζω