Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βουρτσισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βουρτσισμέν
ος
η
βουρτσισμέν
η
το
βουρτσισμέν
ο
γενική
του
βουρτσισμέν
ου
της
βουρτσισμέν
ης
του
βουρτσισμέν
ου
αιτιατική
τον
βουρτσισμέν
ο
τη
βουρτσισμέν
η
το
βουρτσισμέν
ο
κλητική
βουρτσισμέν
ε
βουρτσισμέν
η
βουρτσισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βουρτσισμέν
οι
οι
βουρτσισμέν
ες
τα
βουρτσισμέν
α
γενική
των
βουρτσισμέν
ων
των
βουρτσισμέν
ων
των
βουρτσισμέν
ων
αιτιατική
τους
βουρτσισμέν
ους
τις
βουρτσισμέν
ες
τα
βουρτσισμέν
α
κλητική
βουρτσισμέν
οι
βουρτσισμέν
ες
βουρτσισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βουρτσισμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
βουρτσίζω
Μετοχή
επεξεργασία
βουρτσισμένος, -η, -ο
που τον έχουν
βουρτσίσει
, τον έχουν γυαλίσει με
βούρτσα
Αντώνυμα
επεξεργασία
αβούρτσιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βουρτσισμένος
αγγλικά
:
brushed
(en)