αβούρτσιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβούρτσιστος < α- + βούρτσισ(α) (βουρτσίζω) + -τος < μεσαιωνική ελληνική βουρτσίζω / βρουτσίζω / βυρτσίζω < βρούτσα < ιταλικά brusta < δημώδης λατινική *bruscia < πρωτογερμανική *bruskaz (χαμόκλαδα, συστάδα θάμνων) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰrews- (βλασταίνω)
Επίθετο
επεξεργασίααβούρτσιστος, -η, -ο
- που δεν έχει βουρτιστεί
- αγυάλιστος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βούρτσα