Ετυμολογία

επεξεργασία

βλασταίνω, αόρ.: βλάστησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (βοτανική) εμφανίζω βλαστό
  2. (βοτανική) φυτρώνω
  3. (μεταφορικά) εμφανίζω κάτι νέο, γεννώ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία