βλαστίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vlaˈsti.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαβλαστίζω
- άλλη μορφή του βλασταίνω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βλαστός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βλαστίζω | βλάστιζα | θα βλαστίζω | να βλαστίζω | βλαστίζοντας | |
β' ενικ. | βλαστίζεις | βλάστιζες | θα βλαστίζεις | να βλαστίζεις | βλάστιζε | |
γ' ενικ. | βλαστίζει | βλάστιζε | θα βλαστίζει | να βλαστίζει | ||
α' πληθ. | βλαστίζουμε | βλαστίζαμε | θα βλαστίζουμε | να βλαστίζουμε | ||
β' πληθ. | βλαστίζετε | βλαστίζατε | θα βλαστίζετε | να βλαστίζετε | βλαστίζετε | |
γ' πληθ. | βλαστίζουν(ε) | βλάστιζαν βλαστίζαν(ε) |
θα βλαστίζουν(ε) | να βλαστίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βλάστισα | θα βλαστίσω | να βλαστίσω | βλαστίσει | ||
β' ενικ. | βλάστισες | θα βλαστίσεις | να βλαστίσεις | βλάστισε | ||
γ' ενικ. | βλάστισε | θα βλαστίσει | να βλαστίσει | |||
α' πληθ. | βλαστίσαμε | θα βλαστίσουμε | να βλαστίσουμε | |||
β' πληθ. | βλαστίσατε | θα βλαστίσετε | να βλαστίσετε | βλαστίστε | ||
γ' πληθ. | βλάστισαν βλαστίσαν(ε) |
θα βλαστίσουν(ε) | να βλαστίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βλαστίσει | είχα βλαστίσει | θα έχω βλαστίσει | να έχω βλαστίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βλαστίσει | είχες βλαστίσει | θα έχεις βλαστίσει | να έχεις βλαστίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βλαστίσει | είχε βλαστίσει | θα έχει βλαστίσει | να έχει βλαστίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βλαστίσει | είχαμε βλαστίσει | θα έχουμε βλαστίσει | να έχουμε βλαστίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βλαστίσει | είχατε βλαστίσει | θα έχετε βλαστίσει | να έχετε βλαστίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βλαστίσει | είχαν βλαστίσει | θα έχουν βλαστίσει | να έχουν βλαστίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία βλαστίζω
|