Ετυμολογία

επεξεργασία
τρίχες < πληθυντικός αριθμός του τρίχα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρίχες θηλυκό στον πληθυντικό

  1. μπούρδες, ανοησίες, βλακείες
    ⮡  Πάλι άρχισε τις τρίχες αυτός;

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

τρίχες θηλυκό



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

τρίχες θηλυκό