χτένισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χτένισμα < χτενίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχτένισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του χτενίζω
- η μορφή που παίρνουν τα μαλλιά όταν χτενιστούν με κάποιον συγκεκριμένο τρόπο, η κόμμωση
χτένισμα ουδέτερο