Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
comb combs

comb (en)

ενεστώτας comb
γ΄ ενικό ενεστώτα combs
αόριστος combed
παθητική μετοχή combed
ενεργητική μετοχή combing

comb (en)

  1. (μεταβατικό) χτενίζω, ξεμπερδεύω και τακτοποιώ τα μαλλιά με χτένα
    ⮡  I am combing my hair.
    Χτενίζω τα μαλλιά μου.
    ⮡  You didn’t comb your hair well.
    Δε χτενίστηκες καλά.
    ⮡  Tomorrow I’m going to get my hair combed. (κυριολεκτική μετάφραση)./Tomorrow I’m going to get my hair done. (πιο συνηθισμένο)
    Αύριο θα πάω να χτενιστώ.
    ⮡  combed hair - χτενισμένα μαλλιά
    ⮡  Your hair needs combing.
    Τα μαλλιά σου θέλουν χτένισμα.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) χτενίζω, ερευνώ εξονυχιστικά
    ⮡  We are combing the house for the wallet.
    Χτενίζουμε το σπίτι για το πορτοφόλι.