• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τσατσάρα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσατσάρα οι τσατσάρες
      γενική της τσατσάρας των (τσατσαρών)
    αιτιατική την τσατσάρα τις τσατσάρες
     κλητική τσατσάρα τσατσάρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια τσατσάρα

Ετυμολογία

επεξεργασία
τσατσάρα < (άμεσο δάνειο) βενετική zazzara

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσατσάρα θηλυκό

  • αντικείμενο για να χτενίζουμε τα μαλλιά μας

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • βούρτσα
  • χτένα

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • πετενί (ιδιωματικό)

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    τσατσάρα
  • αγγλικά : comb (en)
  • γαλλικά : peigne (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τσατσάρα&oldid=7115721"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 20:52

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 20:52. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας