τσατσάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσατσάρα | οι | τσατσάρες |
γενική | της | τσατσάρας | των | (τσατσαρών) |
αιτιατική | την | τσατσάρα | τις | τσατσάρες |
κλητική | τσατσάρα | τσατσάρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- τσατσάρα < (άμεσο δάνειο) βενετική zazzara
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσατσάρα θηλυκό
- αντικείμενο για να χτενίζουμε τα μαλλιά μας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- πετενί (ιδιωματικό)