Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kwa.fyʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
coiffure coiffures

coiffure (fr) θηλυκό

  1. το χτένισμα
  2. η κόμμωση

Συγγενικά

επεξεργασία