βουρτσάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βουρτσάκι | τα | βουρτσάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βουρτσάκι | τα | βουρτσάκια |
κλητική | βουρτσάκι | βουρτσάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βουρτσάκι < βούρτσ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vuɾˈt͡sa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βουρ‐τσά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβουρτσάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του βούρτσα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βούρτσα