Ετυμολογία

επεξεργασία
brossette < brosse

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bʁo.sɛt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
brossette brossettes

brossette (fr) θηλυκό