Ετυμολογία

επεξεργασία
fırça < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική فرچه‎ (fyrča) / فورچه‎ (furča) < νέα ελληνική βούρτσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɯɾˈt͡ʃɑ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fırça (tr)