Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βούρτσισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βούρτσισμα
τα
βουρτσίσμα
τ
α
γενική
του
βουρτσίσμα
τ
ος
των
βουρτσισμά
τ
ων
αιτιατική
το
βούρτσισμα
τα
βουρτσίσμα
τ
α
κλητική
βούρτσισμα
βουρτσίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βούρτσισμα
<
βουρτσίζω
,
βουρτσισ
-
-μα
<
μεσαιωνική ελληνική
βουρτσίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βούρτσισμα
ουδέτερο
η
ενέργεια
ή το
αποτέλεσμα
του
βουρτσίζω
Συγγενικά
επεξεργασία
βούρτσα
βουρτσιά
βουρτσίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βούρτσισμα
γαλλικά
:
brossage
(fr)