broso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | broso | brosoj |
αιτιατική | broson | brosojn |
broso (eo)
- η βούρτσα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | broso | brosoj |
αιτιατική | broson | brosojn |
broso (eo)