↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπατανόβουρτσα οι μπατανόβουρτσες
      γενική της μπατανόβουρτσας των μπατανοβουρτσών
    αιτιατική την μπατανόβουρτσα τις μπατανόβουρτσες
     κλητική μπατανόβουρτσα μπατανόβουρτσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπατανόβουρτσα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπατανόβουρτσα θηλυκό

  • στρογγυλό και σχετικά χοντρό είδος πινέλου που χρησιμοποιείται κυρίως για βάψιμο μεγάλων επιφανειών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία