Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρακοσυλλέκτης οι ρακοσυλλέκτες
      γενική του ρακοσυλλέκτη των ρακοσυλλεκτών
    αιτιατική τον ρακοσυλλέκτη τους ρακοσυλλέκτες
     κλητική ρακοσυλλέκτη ρακοσυλλέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρακοσυλλέκτης < ράκος + -ο- + συλλέκτης, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ragpicker

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾa.ko.siˈle.ktis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρακοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό: ρακοσυλλέκτρια)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία