ρακοσυλλέκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾa.ko.siˈle.ktis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρακοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό: ρακοσυλλέκτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που απ’ τα σκουπίδια μαζεύει διάφορα αντικείμενα που του φαίνονται χρήσιμα (για να τα πουλήσει ή για άλλους λόγους)
Συγγενικά επεξεργασία
- ρακοσυλλέκτρια
- → δείτε τις λέξεις ράκος, συλλέγω και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρακοσυλλέκτης