ρακοσυλλέκτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρακοσυλλέκτρια < ρακοσυλλέκτης + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρακοσυλλέκτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του ρακοσυλλέκτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρακοσυλλέκτρια
ρακοσυλλέκτρια θηλυκό