↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουρελιασμένος η κουρελιασμένη το κουρελιασμένο
      γενική του κουρελιασμένου της κουρελιασμένης του κουρελιασμένου
    αιτιατική τον κουρελιασμένο την κουρελιασμένη το κουρελιασμένο
     κλητική κουρελιασμένε κουρελιασμένη κουρελιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουρελιασμένοι οι κουρελιασμένες τα κουρελιασμένα
      γενική των κουρελιασμένων των κουρελιασμένων των κουρελιασμένων
    αιτιατική τους κουρελιασμένους τις κουρελιασμένες τα κουρελιασμένα
     κλητική κουρελιασμένοι κουρελιασμένες κουρελιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουρελιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουρελιάζω

κουρελιασμένος, -η, -ο

  1. που έχει κουρελιαστεί
  2. (μεταφορικά) που έχει εξευτελιστεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία