Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Fetzen die Fetzen
γενική des Fetzens der Fetzen
δοτική dem Fetzen den Fetzen
αιτιατική den Fetzen die Fetzen

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Fetzen (de) αρσενικό

  1. κουρέλι
  2. (Αυστρία) πολύ κακός βαθμός (στο σχολείο)