Fetzen
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Fetzen | die | Fetzen |
γενική | des | Fetzens | der | Fetzen |
δοτική | dem | Fetzen | den | Fetzen |
αιτιατική | den | Fetzen | die | Fetzen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαFetzen (de) αρσενικό