(πληροφορική) Ο όρος patch είναι από την εποχή που εισάγονταν στους υπολογιστές δεδομένα και προγράμματα με διάτρητες ταινίες. Ένα τοπικό λάθος διορθωνόταν με αυτοκόλλητο που σκέπαζε τις τρύπες

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pætʃ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
patch patches

patch (en)

  1. μπάλωμα, τσόντα
  2. πάνινο, υφασμάτινο σήμα που ράβεται σε ρούχο
  3. (πληροφορική) το επίθεμα, αρχείο για την τροποποίηση κώδικα ή οποιοδήποτε άλλου αρχείου. (αργκό: μπάλωμα)
    ※  RCS works by keeping patch sets (that is, the differences between files) in a special format on disk; it can then re-create what any file looked like at any point in time by adding up all the patches. (Pro Git 2nd ed. Edition) [1]
    Το RCS δουλεύει χρησιμοποιώντας συλλογές από επιθέματα (δηλαδή, τις διαφορές μεταξύ αρχείων) σε μια συγκεκριμένη μορφή στον δίσκο. Έπειτα, μπορεί να ξαναδημιουργήσει κάθε αρχείο όπως ήταν σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο προσθέτοντας όλα τα επιθέματα. [2]
     συνώνυμα: patch file
    υπώνυμα: bugfix
    → δείτε τη λέξη diff file

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας patch
γ΄ ενικό ενεστώτα patches
αόριστος patched
παθητική μετοχή patched
ενεργητική μετοχή patching

patch (en)

  1. επισκευάζω, διορθώνω με χρήση πρόσθετων τμημάτων (τσόντες), μαντάρω, μπαλώνω
  2. συνενώνω τμήματα, κομμάτια ενός πράγματος (πχ. τα μέρη ενός ρούχου)
  3. συνδέω συσκευές με χρήση καλωδίου
  4. (πληροφορική) χρησιμοποιώ επίθεμα/επιθέματα, για την τροποποίηση κώδικα ή οποιοδήποτε άλλου αρχείου

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • patch στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές

επεξεργασία