patch together
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | patch together |
γ΄ ενικό ενεστώτα | patches together |
αόριστος | patched together |
παθητική μετοχή | patched together |
ενεργητική μετοχή | patching together |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpatch together (en)
- συρράπτω, συνδέω πολλά διαφορετικά μέρη, ειδικά με γρήγορο απρόσεκτο τρόπο
- ⮡ He patched together the works of others and presented them as his own writing.
- Συνέρραψε εργασίες άλλων και τις παρουσίασε σαν δικό του σύγγραμμα.
- ⮡ He patched together the works of others and presented them as his own writing.