bugfix
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bugfix | bugfixes |
bugfix (en)
- (πληροφορική) το επίθεμα (patch) ειδικά για επιδιόρθωση κώδικα ή οποιαδήποτε αλλαγή που διορθώνει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά προγράμματος λόγω σφάλματος (bug)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- bugfix στην αγγλική Βικιπαίδεια