δυσδιάλυτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δυσδιάλυτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσδιάλυτος < δυσ- + διαλυτός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðizˈði̯a.li.tos/
- παλιότερος συλλαβισμός : δυσ‐δι‐ά‐λυ‐τος
Επίθετο επεξεργασία
δυσδιάλυτος, -η, -ο
- που δύσκολα διαλύεται σε ένα υγρό
- ↪ Το ανθρακικό ασβέστιο είναι δυσδιάλυτο στο νερό.
- ≠ αντώνυμα: ευδιάλυτος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δυσδιάλυτος
|
Πηγές επεξεργασία
- δυσδιάλυτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- δυσδιάλυτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσδιάλυτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.