λιποδιαλυτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιποδιαλυτός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική liposoluble
Επίθετο επεξεργασία
λιποδιαλυτός
- που διαλύεται σε λιπαρές ουσίες, που είναι διαλυτός μόνο ή κυρίως σε αυτές
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιποδιαλυτός