Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιποδιαλυτός η λιποδιαλυτή το λιποδιαλυτό
      γενική του λιποδιαλυτού της λιποδιαλυτής του λιποδιαλυτού
    αιτιατική τον λιποδιαλυτό τη λιποδιαλυτή το λιποδιαλυτό
     κλητική λιποδιαλυτέ λιποδιαλυτή λιποδιαλυτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιποδιαλυτοί οι λιποδιαλυτές τα λιποδιαλυτά
      γενική των λιποδιαλυτών των λιποδιαλυτών των λιποδιαλυτών
    αιτιατική τους λιποδιαλυτούς τις λιποδιαλυτές τα λιποδιαλυτά
     κλητική λιποδιαλυτοί λιποδιαλυτές λιποδιαλυτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιποδιαλυτός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική liposoluble

  Επίθετο επεξεργασία

λιποδιαλυτός

  • που διαλύεται σε λιπαρές ουσίες, που είναι διαλυτός μόνο ή κυρίως σε αυτές

  Μεταφράσεις επεξεργασία