Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδροδιαλυτός η υδροδιαλυτή το υδροδιαλυτό
      γενική του υδροδιαλυτού της υδροδιαλυτής του υδροδιαλυτού
    αιτιατική τον υδροδιαλυτό την υδροδιαλυτή το υδροδιαλυτό
     κλητική υδροδιαλυτέ υδροδιαλυτή υδροδιαλυτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδροδιαλυτοί οι υδροδιαλυτές τα υδροδιαλυτά
      γενική των υδροδιαλυτών των υδροδιαλυτών των υδροδιαλυτών
    αιτιατική τους υδροδιαλυτούς τις υδροδιαλυτές τα υδροδιαλυτά
     κλητική υδροδιαλυτοί υδροδιαλυτές υδροδιαλυτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροδιαλυτός < υδρο- + διαλυτός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική water-soluble)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ðro.ði.a.liˈtos/ & /i.ðro.ðʝa.liˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐δρο‐δι‐α‐λυ‐τός ή υ‐δρο‐δια‐λυ‐τός

  Επίθετο επεξεργασία

υδροδιαλυτός -ή -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία