αξεδιάλυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αξεδιάλυτος < α- + ξεδιαλύ(νω) + -τος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kseˈðʝa.li.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξε‐δι‐ά‐λυ‐τος
Επίθετο
επεξεργασίααξεδιάλυτος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν ξεδιαλύνει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αξεδιάλυντα
- → δείτε τις λέξεις ξεδιαλύνω και λύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αξεδιάλυτος
|