Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξεδιάλυτα < αξεδιάλυτος +

  Επίρρημα επεξεργασία

αξεδιάλυτα

  1. χωρίς να μπορούμε να το ξεδιαλύνουμε, να το διαλευκάνουμε
     συνώνυμα: αδιαλεύκαντα, ασαφώς
  2. χωρίς να μπορούμε να τα διαχωρίσουμε
     συνώνυμα: αδιαχώριστα, αναπόσπαστα
    • Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Αξεδιάλυτα. Ο δημοσιογράφος Καμύ είναι απόλυτα επίκαιρος, όσο ο συγγραφέας. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αξεδιάλυτα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αξεδιάλυτο