αξεδιάλυτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αξεδιάλυτα < αξεδιάλυτος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
αξεδιάλυτα
- χωρίς να μπορούμε να το ξεδιαλύνουμε, να το διαλευκάνουμε
- χωρίς να μπορούμε να τα διαχωρίσουμε
- Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Αξεδιάλυτα. Ο δημοσιογράφος Καμύ είναι απόλυτα επίκαιρος, όσο ο συγγραφέας. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιαλεύκαντα
αναπόσπαστα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αξεδιάλυτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αξεδιάλυτο