Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιάλυτος η αδιάλυτη το αδιάλυτο
      γενική του αδιάλυτου της αδιάλυτης του αδιάλυτου
    αιτιατική τον αδιάλυτο την αδιάλυτη το αδιάλυτο
     κλητική αδιάλυτε αδιάλυτη αδιάλυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιάλυτοι οι αδιάλυτες τα αδιάλυτα
      γενική των αδιάλυτων των αδιάλυτων των αδιάλυτων
    αιτιατική τους αδιάλυτους τις αδιάλυτες τα αδιάλυτα
     κλητική αδιάλυτοι αδιάλυτες αδιάλυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιάλυτος < α- στερητικό + διαλύω (: διασπώ)

  Επίθετο επεξεργασία

αδιάλυτος, -η, -ο

  1. που δεν μπορεί να διαλυθεί μέσα σε ένα άλλο, κυρίως υγρό, σώμα
    το λάδι παραμένει αδιάλυτο μέσα στο νερό
  2. που δεν έχει διαλυθεί, που δεν έχει υποστεί διάλυση
  3. (μεταφορικά) ο ανεξιχνίαστος, ο αδιαπέραστος, ο πυκνός
    αδιάλυτο μυστήριο / σκοτάδι

Αντώνυμα επεξεργασία

  1. διαλυτός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία