αδιάλυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααδιάλυτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να διαλυθεί μέσα σε ένα άλλο, κυρίως υγρό, σώμα
- το λάδι παραμένει αδιάλυτο μέσα στο νερό
- που δεν έχει διαλυθεί, που δεν έχει υποστεί διάλυση
- (μεταφορικά) ο ανεξιχνίαστος, ο αδιαπέραστος, ο πυκνός
- αδιάλυτο μυστήριο / σκοτάδι
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδιάλυτος
|