Δείτε επίσης: ἑρμηνευτής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ερμηνευτής οι ερμηνευτές
      γενική του ερμηνευτή των ερμηνευτών
    αιτιατική τον ερμηνευτή τους ερμηνευτές
     κλητική ερμηνευτή ερμηνευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερμηνευτής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑρμηνευτής[1] < ἑρμηνεύω + -τής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eɾ.mi.neˈftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερ‐μη‐νευ‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερμηνευτής αρσενικό

  1. αυτός που ερμηνεύει
  2. αυτός που εξηγεί κάτι αναλύοντας το νόημά του
  3. αυτός που κάνει ερμηνεία ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού ρόλου ή ενός μουσικού κομματιού

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία