interprète
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
interprète < λατινική interpres
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
interprète | interprètes |
interprète (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- o διερμηνέας
- o ερμηνευτής
interprète < λατινική interpres
ενικός | πληθυντικός |
interprète | interprètes |
interprète (fr) αρσενικό ή θηλυκό