Ετυμολογία

επεξεργασία

interprète < λατινική interpres

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
interprète interprètes

interprète (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. o / η διερμηνέας
  2. o ερμηνευτής, η ερμηνεύτρια