Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dissolvant dissolvants
θηλυκό dissolvante dissolvantes

dissolvant (fr)

  1. διαλυτικός
  2. (μεταφορικά) ανατρεπτικός
     συνώνυμα: subversif

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dissolvant dissolvants

dissolvant (fr) αρσενικό

  1. το διαλυτικό
     συνώνυμα: solvant
  2. (ειδικότερα) το ασετόν

Συγγενικά

επεξεργασία