dissolvant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dissolvant | dissolvants |
θηλυκό | dissolvante | dissolvantes |
dissolvant (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dissolvant | dissolvants |
dissolvant (fr) αρσενικό
- το διαλυτικό
- (ειδικότερα) το ασετόν