Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασετόν < γαλλική acétone

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασετόν ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία