Δείτε επίσης: διαπήδηση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαπίδυση οι διαπιδύσεις
      γενική της διαπίδυσης* των διαπιδύσεων
    αιτιατική τη διαπίδυση τις διαπιδύσεις
     κλητική διαπίδυση διαπιδύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαπιδύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπίδυση < αρχαία ελληνική διαπίδυσις < διαπιδύω < διά + πιδύω < πῖδαξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαπίδυση θηλυκό

  1. (φυσική) φυσική μέθοδος διαχωρισμού μειγμάτων με αμοιβαία διείσδυση μορίων από δύο όγκους υγρών ή αερίων που διαχωρίζονται από ένα διάφραγμα (μεμβράνη)
  2. (λόγιο) εκροή υγρού από πόρους δέρματος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία