διαπίδυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαπίδυση | οι | διαπιδύσεις |
γενική | της | διαπίδυσης* | των | διαπιδύσεων |
αιτιατική | τη | διαπίδυση | τις | διαπιδύσεις |
κλητική | διαπίδυση | διαπιδύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαπιδύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαπίδυση < αρχαία ελληνική διαπίδυσις < διαπιδύω < διά + πιδύω < πῖδαξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαπίδυση θηλυκό
- (φυσική) φυσική μέθοδος διαχωρισμού μειγμάτων με αμοιβαία διείσδυση μορίων από δύο όγκους υγρών ή αερίων που διαχωρίζονται από ένα διάφραγμα (μεμβράνη)
- (λόγιο) εκροή υγρού από πόρους δέρματος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαπίδυση