Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ὠσμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
ὠσμός
<
ὠθέω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ὠσμός
αρσενικό
ελληνιστική
λέξη για τον
ὠθισμό
και τον
ὠστισμό
(σπρώξιμο, συνωστισμός, μάχη σώμα με σώμα)(
Συνώνυμα
επεξεργασία
ὠθισμός
ὠστισμός
Συγγενικά
επεξεργασία
ὠστίζομαι
ὦσις
ὠθίζω