Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠσμός < ὠθέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὠσμός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία