Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠθίζω < ὠθέω

  Ρήμα επεξεργασία

ὠθίζω

  • ρήμα παράλληλο ή ίσως μεταγενέστερο, αλλά πάντως συνωνυμο του ὠθέω

→ δείτε τη λέξη ὠθέω