Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠθίζω < ὠθέω

ὠθίζω

  • ρήμα παράλληλο ή ίσως μεταγενέστερο, αλλά πάντως συνωνυμο του ὠθέω

→ δείτε τη λέξη ὠθέω