↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὠθισμός οἱ ὠθισμοί
      γενική τοῦ ὠθισμοῦ τῶν ὠθισμῶν
      δοτική τῷ ὠθισμ τοῖς ὠθισμοῖς
    αιτιατική τὸν ὠθισμόν τοὺς ὠθισμούς
     κλητική ! ὠθισμέ ὠθισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠθισμώ
γεν-δοτ τοῖν  ὠθισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠθισμός < ὠθέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὠθισμός αρσενικό

  1. ώθηση, σπρώξιμο
  2. συνωστισμός
    ※  ἔφευγον οἱ μὲν καὶ ἔχοντες ἃ ἔλαβον, τάχα δέ τις καὶ τετρωμένος καὶ πολὺς ἦν ὠθισμός ἀμφὶ τὰ θύρετρα
    διέφευγαν παίρνοντας ό,τι είχαν αρπάξει και αμέσως μετά ακολουθούσαν οι τραυματισμένοι και επικράτησε μεγάλος συνωστισμός στις πύλες
    ※  ὁ δ᾽ Ἀρχίδαμος ἐν τῷ περὶ τὰς πύλας ὠθισμῷ καὶ πνιγμῷ διεφθάρη
    ο δε Αρχίδαμος σκοτώθηκε στο συνωστισμό και την ασφυξία γύρω από τις πύλες) (Ξενοφών)
  3. μάχη σώμα με σώμα
    ※  Περσέων τε καὶ Λακεδαιμονίων ὠθισμός ἐγένετο πολλός (Ηρόδοτος)
  4. (μεταφορικά) διαμάχη, φραστικός καβγάς
    ⮡  ὠστισμός λόγων (Ηρόδοτος)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία