ωσμωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ωσμωτικός < καθαρεύουσα ὤσμωσις < (λόγιο δάνειο) γαλλική osmotique[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osmosis < γαλλική osmose < αρχαία ελληνική ὠσμός < ὠθέω
Επίθετο
επεξεργασίαωσμωτικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ώσμωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ ωσμωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας