Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελικόρευμα τα ελικορεύματα
      γενική του ελικορεύματος των ελικορευμάτων
    αιτιατική το ελικόρευμα τα ελικορεύματα
     κλητική ελικόρευμα ελικορεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ελικόρευμα < έλικ(α) + -ό- + ρεύμα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική prop wash

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ελικόρευμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία