ελικόρευμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαελικόρευμα ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος) ρεύμα αέρα που ωθείται προς τα πίσω και γύρω από την έλικα ενός ιπτάμενου μέσου
- ※ Οι ίδιοι κίνδυνοι ανακύπτουν όταν ελικοφόρα χρησιμοποιούν ανάστροφη ώση, αφού λόγω αυτής δημιουργείται ένας δυνατός άνεμος με κατεύθυνση προς τα πίσω (‘prop wash’ - ελικόρευμα), ο οποίος έχει παρόμοιες επιπτώσεις με το ‘jet blast’. (Γρηγορόπουλος, Εργασία @auth.gr)